κηλῇ

κηλῇ
κηλέω
charm
pres subj mp 2nd sg
κηλέω
charm
pres ind mp 2nd sg
κηλέω
charm
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • κήλη — η ξίγκι, σπάσιμο: Έχει κήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήλη — κήλας adjutant masc voc sg κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηλέω charm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κηλέω charm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • κηλικός — ή, ό [κήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κήλη 2. αυτός που πάσχει από κήλη …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • ηπατοκήλη — η κήλη τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocele < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + cele (πρβλ. κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… …   Dictionary of Greek

  • κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • κηλογράφος — κηλογράφος, ον (Α) αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο γράφος, τοπο γράφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”